βούλημα

βούλημα
βούλημα, το (AM) [βούλομαι]
μσν.
συμβουλή
αρχ.
1. σκοπός, πρόθεση
2. συναίνεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βούλημα — purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλημα — το (ψυχολ.) 1. η θέληση, κάθε απόφαση που παίρνει κανείς ύστερα από σκέψη, η βουλητική πράξη. 2. η πρόθεση, ο σκοπός: Το βούλημά του ήταν να σπουδάσει στο εξωτερικό, μα δεν πρόλαβε, γιατί πέθανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούλημ' — βούλημα , βούλημα purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλημάτων — βούλημα purpose neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήμασι — βούλημα purpose neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήμασιν — βούλημα purpose neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήματα — βούλημα purpose neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήματι — βούλημα purpose neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλήματος — βούλημα purpose neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВОЛЯ — (лат. voluntas, англ. will, ит. volonta, нем. Wille, фр. volonte) специфическая способность или сила, не вполне тождественная разуму или отличная от него. В истории европейской философии понятие В. имело два основных значения: 1) способность… …   Философская энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”